προσβλητός

προσβλητός
προσβλητός
added
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσβλητός — ή, όν, Α [προσβάλλω] 1. προσκολημμένος, πρόσθετος 2. αυτός που υπόκειται σε πρόσβληση, δηλ. σε στιγμιαία σύγκρουση …   Dictionary of Greek

  • προσβλητόν — προσβλητός added masc acc sg προσβλητός added neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβλητικός — ή, ό, ΝΑ [προσβλητός] νεοελλ. αυτός που προσβάλλει, που θίγει κάποιον («προσβλητικά λόγια») αρχ. αυτός που ρίχνει κάτι σε κάποιον. επίρρ... προσβλητικώς και προσβλητικά Ν με προσβλητικό τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”